σουηβικός

σουηβικός
-ή, -ό, Ν [Σουηβοί]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σουηβούς ή στη Σουηβία (α. «σουηβική περιοχή» β. «Σουηβική Ένωση»)
2. φρ. «Σουηβικός Ιούρας» — ορεινός όγκος τής νοτιοδυτικής Γερμανίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Μπρίντιζι — (Brindisi). Πόλη (91.664 κάτ.) της νότιας Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.838 τ. χλμ., 403.923 κάτ.). Χτισμένη σε μια μικρή χερσόνησο, στο εσωτερικό ενός μυχού που τη χωρίζει σε δυο κλάδους, η πόλη δεκαπλασίασε τον πληθυσμό της στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”